Αυτόνομη κατάδυση
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ως αυτόνομη κατάδυση, για να διακρίνεται από τις άλλες μορφές κατάδυσης, ορίζεται η δυνατότητα κατάδυσης με αυτόνομη καταδυτική συσκευή. Συνηθέστερα η αυτόνομη κατάδυση αποκαλείται SCUBA diving (Self-Contained Underwater Breathing Apparatus). Ο αυτοδύτης -σε αντίθεση με τον δύτη που είναι εξαρτημένος από έναν ομφάλιο λώρο μέσω του οποίου αντλεί τον ατμοσφαιρικό αέρα ή μείγματα αερίων από σταθμό- φέρει συσκευή συμπιεσμένου αέρα, γεγονός που προσδίδει μεγαλύτερη αυτονομία στην υποβρύχια κίνηση αλλά και περιορισμό στον χρόνο παραμονής του.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Ιστορία της κατάδυσης
Από αρχαιοτάτων χρόνων ο άνθρωπος ένιωσε την ανάγκη να γνωρίσει τον υποβρύχιο κόσμο. Στον ίδιο τον Αριστοτέλη ανήκει η ιδέα της πρώτης αναπνευστικής συσκευής υποβρυχίως -μια χύτρα ανεστραμμένη πάνω από την κεφαλή του δύτη, ώστε να συγκρατεί τον αέρα, (βλ. Αριστοτέλους Προβλήματα). Ο Θουκυδίδης κάνει επίσης αναφορά για δύτες που πριόνιζαν τα υποβρύχια φράγματα προστασίας των Συρακουσίων, ενώ ο Αρριανός εξιστορεί πως ο Αλέξανδρος έκανε χρήση δυτών στην πολιορκία της Τύρου.
Το όνειρο της παραμονής του ανθρώπου στο νερό παραμένει ζωντανό στο διάβα της ιστορίας. Φημισμένοι μηχανικοί της αρχαιότητας, όπως ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, σχεδίασαν, κατασκεύασαν και έθεσαν σε εφαρμογή μηχανισμούς, που θα μπορούσαν να παρατείνουν την παραμονή του στο νερό, κυρίως για κατασκευαστικούς ή πολεμικούς λόγους. Χρησιμοποιήθηκαν κώδωνες, ασκιά και πολυάριθμα άλλα υλικά με σχετική επιτυχία για τους σκοπούς που προορίζονταν. Η πρώτη κατασκευή αναπνευστικής συσκευής έρχεται από τον Ρογήρο Βάκωνα το 1240. Έκτοτε ακολουθεί περίοδος ύφεσης για να φθάσουμε στη βιομηχανική επανάσταση και τον 17ο αιώνα, οπότε και θεμελιώνεται η επιστήμη της κατάδυσης με τη βοήθεια των αναπτυσσόμενων ραγδαία επιστημών. Σημαντική προσφορά για την ανάπτυξη της καταδυτικής λειτουργίας και βοήθεια για την κατανόηση της λειτουργίας του ανθρώπου σε υπερβαρικό περιβάλλον υπήρξε η ανακάλυψη του άγγλου Μπόιλ (Robert Boyle), ο οποίος μελέτησε (1660) τις φυσικές ιδιότητες του συμπιεσμένου αέρα. Ο νόμος του Μπόιλ περιγράφει την επίδραση της αλλαγής της πίεσης στον όγκο και την πυκνότητα των αερίων, γεγονός υψίστης σημασίας για την καταδυτική φυσιολογία.
Η πρώτη περιγραφή συσκευής ανταποκρινόμενης στους στόχους μιας κατάδυσης δημοσιεύεται από τον μαθηματικό Σκοτ στο περιοδικό Technica Curiosa το 1664 και είναι ένας κώδωνας. Λίγα χρόνια αργότερα το 1669 ο Σινκλέρ δημοσιεύει τα σχέδια ενός καταδυτικού μηχανήματος που είχε χρησιμοποιηθεί το 1588 και το 1665 σε αναζήτηση ναυαγίων με θησαυρούς. Αργότερα οι Χάλεϊ και Σμίτον βελτιώνουν το σχεδιασμό του κώδωνα και γίνονται οι πρώτες εφαρμογές του σε μια ποικιλία υποβρύχιων δραστηριοτήτων. Ακολουθεί ο μαθηματικός και φυσικός Μπορέλι (Giovanni Alfonzo Borelli), το έργο του οποίου εκδόθηκε το 1680, που σχεδιάζει σχεδόν τα πάντα (κώδωνα, υποβρύχιο, καταδυτική συσκευή κ.λπ.) σε θεωρητικό επίπεδο. Πρακτικά οι συσκευές του δε δοκιμάστηκαν ποτέ. Στη συνέχεια, περίπου το 1840, οι Ρουκαϊρόλ (Benoit Rouquayrol) και Ντενερούζ (Auguste Denayrouze) βελτιώνουν το πρωτόγονο σκάφανδρο του Σιέμπε (Augustus Siebe) και το 1878 παρουσιάζεται η πρώτη συσκευή κλειστού κυκλώματος. Όσον αφορά στην Ελλάδα, το 1866 ο Συμιακός Φώτιος Μαστορίδης κάνει χρήση σκαφάνδρου για την σπογγαλιεία, δίνοντας μια άλλη διάσταση στο επάγγελμα. Το σκάφανδρο του είχε δωρίσει αγγλική ναυαγοσωστική εταιρεία ως αναμνηστικό δώρο για την προσφορά του σε εργασίες στις lνδικές Θάλασσες.
Η σημαντική εφεύρεση του Υποπλοίαρχου του γαλλικού ναυτικού Κορλύ -πτερύγια κολύμβησης- το 1920 επιλύει το πρόβλημα της προώθησης υποβρυχίως και παρέχει το έναυσμα για την αυτόνομη κατάδυση. Από εκεί και πέρα η επινόηση και τελειοποίηση του ρυθμιστή πίεσης από τον Ζακ Κουστώ και τον Γκανιό αλλάζει δραματικά το σκηνικό. Με τη βοήθεια, μάλιστα, θαρραλέων ανδρών όπως ο Ντιμά, ο Χανς Χας κ.α. γίνονται σπουδαία άλματα για την κατάκτηση των βυθών. Σε αυτό το σημείο βέβαια θα πρέπει να αναφερθεί πως ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες για τη γοργή ανάπτυξη των καταδύσεων υπήρξε και η τελειοποίηση του καταδυτικού υλικού.
Στην Ελλάδα σημαντική προσφορά στην ανάπτυξη της αυτόνομης κατάδυσης είχε η Μονάδα Υποβρυχίων Καταστροφών (Μ.Υ.Κ.) και πιο συγκεκριμένα ο διοικητής της Μανώλης Παπαγρηγοράκης, ο οποίος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την εγκαθίδρυση ενός θεωρητικού υπόβαθρου για το γνωστικό πεδίο της αυτόνομης κατάδυσης και φυσικά του κατάλληλου εκπαιδευτικού προγράμματος. Έκτοτε, παρόλο το σφικτό νομικό υπόβαθρο που διέπει τις καταδύσεις στην Ελλάδα, υπήρξε ραγδαία ανάπτυξη αυτής της ενδιαφέρουσας δραστηριότητας με τις πολλαπλές δυνατότητες σε ερασιτεχνικό και επαγγελματικό επίπεδο.
[Επεξεργασία] Βασικά στοιχεία καταδυτικού εξοπλισμού
Η κατάδυση είναι δυνατή χάρις στον εξειδικευμένο σύγχρονο εξοπλισμό που βοηθά στην προσαρμογή του αυτοδύτη στο υδάτινο περιβάλλον.
Μάσκα: Είναι από τα βασικότερα στοιχεία εξοπλισμού και υπάρχει σε πολλές ποικιλίες μονο οπτικού, διοπτικού και πολυοπτικού τύπου. Η σωστή εφαρμογή στο πρόσωπο, το καλό οπτικό πεδίο και τα καλά υλικά κατασκευής είναι το πρωταρχικό στοιχείο που οφείλει να εξετάσει ο αυτοδύτης. Από εκεί και πέρα η επιλογή είναι θέμα αρέσκειας και οικονομικής δυνατότητας.
Πτερύγια: Είναι εύκαμπτα πτερύγια, ελαφριάς κατασκευής και παρέχουν άνεση, ευελιξία και ταχύτητα στον αυτοδύτη. Προσφέρονται σε δύο τύπους, τα ανοικτά και τα κλειστά. Στην αυτόνομη κατάδυση προτιμούνται κυρίως τα πέδιλα ανοικτού τύπου, γιατί επιτρέπουν περισσότερες κινήσεις στο πόδι, καλύτερη θερμική προστασία εξαιτίας της χρήσης μπότας και προστασία από κτυπήματα κατά την προετοιμασία της κατάδυσης. Η ευκαμψία των πτερυγίων ποικίλει ανάλογα με το υλικό κατασκευής τους.
Αναπνευστήρας: Υλικό εξοπλισμού που επιτρέπει την παρακολούθηση του βυθού, χωρίς να είναι αναγκασμένος ο αυτοδύτης να βγάζει το κεφάλι του για να πάρει αέρα. Υπάρχουν πολλά είδη αναπνευστήρων που διαφέρουν ως προς το σχεδιασμό και το υλικό κατασκευής τους. Εκείνο που πρέπει να προσέξει ο αυτοδύτης είναι ο σωλήνας να μην είναι μακρύτερος από 42 εκ., να υπάρχει στο άνω μέρος του σωλήνα ανακλαστική ταινία ώστε να είναι ορατός από μακριά, να έχει μαλακό επιστόμιο για να μην κουράζει τα ούλα και τα δόντια και να διαθέτει ειδικό λουράκι που να τον στηρίζει στη θέση του.
Καταδυτικό μαχαίρι: Από τα σημαντικότερα στοιχεία ασφάλειας του αυτοδύτη. Βέβαια το μαχαίρι δε θεωρείται όπλο, αλλά ένα πολύ σημαντικό εργαλείο στο βυθό, με το οποίο ο αυτοδύτης μπορεί να κόψει κάποιο σκοινί ή δίκτυα προκειμένου να αποφύγει την εμπλοκή του, ακόμη και θα μετρήσει μικρά αντικείμενα στο βυθό. Επίσης, κτυπώντας το στη φιάλη του, είναι δυνατόν να τραβήξει ηχητικά την προσοχή του συντρόφου του.
Ρυθμιστής πλευστότητας (BCD): Σημαντικότατο στοιχείο εξοπλισμού που επιτρέπει στον αυτοδύτη να ρυθμίσει την πλευστότητά του κατά βούληση, αυξομειώνοντας τον όγκο του. Ο ρυθμιστής πλευστότητας είναι δυνατόν να πληρωθεί με μηχανικό τρόπο, από παροχή χαμηλής πίεσης του ρυθμιστή ή με το στόμα. Για το άδειασμά του είναι εφοδιασμένος με βαλβίδες ταχείας και βραδείας ανακούφισης. Στην αγορά κυκλοφορεί σε τύπο κολάρου, πλάτης και τζάκετ. Τα τύπου τζάκετ προσφέρουν την καλύτερη δυνατή ασφάλεια και ισορροπία του αυτοδύτη κατά την πλεύση του στην επιφάνεια, χωρίς να τον δυσχεραίνουν στην κίνηση και κυριαρχούν στην προτίμηση των αυτοδυτών κατά τα τελευταία χρόνια.
Ρυθμιστής πίεσης: Είναι ο μηχανισμός εκείνος ο οποίος μειώνει την απόλυτη πίεση της φιάλης σε μια τέτοια τιμή, ώστε να είναι ο αέρας της φιάλης αναπνεύσιμος. Διακρίνεται σε δύο στάδια, α' και β' και παρέχει τη δυνατότητα εξόδων χαμηλής και υψηλής πίεσης οι οποίες είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για την πλήρωση του BCD, δεύτερο β'στάδιο (χταπόδι) και τα όργανα ελέγχου. Οι ρυθμιστές διακρίνονται σε ισορροπημένους και μη ισορροπημένους. Οι πρώτοι έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν με σταθερή πίεση όλο τον αέρα της φιάλης, ενώ οι δεύτεροι παρουσιάζουν μείωση της πίεσης και συνεπώς αυξημένη αντίσταση αναπνοής, όσο μειώνεται η πίεση της φιάλης.
Ζώνη βαρών: Όπως και ο ρυθμιστής πλευστότητας, η ζώνη βαρών συνιστά μηχανισμό ελέγχου της πλευστότητας του αυτοδύτη. Σημαντικά στοιχεία για μια ζώνη είναι να διαθέτει πόρπη ταχείας απελευθέρωσης, μηχανισμούς συγκράτησης των βαρών και ορθή κατανομή των βαρών, ώστε να μην επιβαρύνεται η μέση (ιδιαίτερα για τις γυναίκες) και να αποφεύγεται η εμπλοκή με τη φιάλη ή το ρυθμιστή πλευστότητας.
Καταδυτική στολή: Παρέχει θερμική προστασία στον αυτοδύτη, καθώς και προστασία από κτυπήματα ή κοψίματα που πιθανώς θα προκληθούν από την επαφή του με το βυθό. Οι στολές διακρίνονται σε υγρού και ξηρού τύπου. Ευρέως διαδεδομένες για τις καταδύσεις αναψυχής είναι οι υγρού τύπου. Οι ξηρού τύπου χρησιμοποιούνται για εξειδικευμένες καταδύσεις περισσότερο με ακραίες θερμοκρασιακές συνθήκες και απαιτήσεις υψηλής ασφαλείας. Όσον αφορά στις στολές υγρού τύπου, κυκλοφορούν σε διαφορετικούς σχεδιασμούς προκειμένου να εκπληρώνουν διαφορετικές ανάγκες του αυτοδύτη. (Μονοσόρτ, ολόσωμη, με ενσωματωμένη ή μη κουκούλα, παντελόνια λονγκ τζον, μποτάκια, κάλτσες, γάντια κ.λπ.).
Φιάλη αέρα: Είναι δοχείο ποικίλης χωρητικότητας, που μεταφέρει με ασφάλεια αέρα υψηλής πίεσης. Όλες οι φιάλες έχουν σχήμα και μέγεθος ανάλογο με τον τύπο και το εργοστάσιο κατασκευής τους. Συνηθέστερες είναι οι φιάλες χωρητικότητος 10, 12, 15 και 18 lt. Γεμίζουν με ατμοσφαιρικό αέρα υπό πίεση 200-300 ΑΤΜ και το υλικό κατασκευής τους είτε είναι ατσάλι χρωμομολυβδένιο ή κράμα αλουμινίου. Εξαιτίας της διαρκούς πίεσης στην οποία βρίσκονται οι φιάλες, οι προδιαγραφές κατασκευής τους καθορίζονται από κρατικούς φορείς. Οι πιο γνωστοί είναι ο DΟΤ (Department of Transportation) στις Η.Π.Α, ο DΙΝ (Deutsche Industrie Normen) στη Γερμανία, και ο EURS (European Standards). Κάθε φορέας απαιτεί να χαράσσονται πάνω στη φιάλη διάφορα κατασκευαστικά στοιχεία, όπως το υλικό κατασκευής (3ΑΑ για τις ατσάλινες και 3ΑL για τις φιάλες αλουμινίου), η ημερομηνία κατασκευής, η χωρητικότητα, η πίεση λειτουργίας, ο αριθμός της φιάλης και η ημερομηνία υδροστατικού ελέγχου. Οι φιαλες φέρουν κλείστρα, στα οποία αναρτάται ο ρυθμιστής πίεσης. Τα κλείστρα είναι στην πραγματικότητα βαλβίδες παροχής αέρα και διακρίνονται συνήθως σε δύο τύπους. Τα κλείστρα "Κ" (απλές βαλβίδες ON-OFF) και τα κλείστρα "J" με μηχανισμό ελατηρίου υπό τάση, έτσι ώστε να κλείνει σε δεδομένη πίεση της φιάλης. Τα κλείστρα "J" χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως μηχανισμός προειδοποίσης για την πτώση της πίεσης στη φιάλη.
Κονσόλες Οργάνων: Είναι θήκες σε ποικίλα σχήματα, που περιέχουν όλα τα αναγκαία όργανα με τα οποία παρακολουθεί ο δύτης το βάθος της κατάδυσης (βαθύμετρο) την πίεση της φιάλης και συνεπώς τα αποθέματα αέρα (μανόμετρο) και την κατεύθυνσή του υποβρυχίως (πυξίδα). Είναι δυνατόν, επίσης, να περιέχουν ενσωματωμένο θερμόμετρο για την παρακολούθηση της θερμοκρασίας. Όλα τα παραπάνω όργανα που περιέχονται στις συνήθεις κονσόλες ελέγχου είναι αναλογικά, έχουν δηλαδή μηχανική λειτουργία και παρέχουν ένα ικανοποιητικό πλέγμα πληροφοριών, έτσι ώστε να παραμένει ο δύτης μέσα στα όρια σχεδιασμού της κατάδυσής του. Η τεχνολογική εξέλιξη, ωστόσο, έθεσε σε εφαρμογή τον ηλεκτρονικό υπολογισμό όλων των παραμέτρων μιας κατάδυσης μέσω των Dive-Computers ή υπολογιστών κατάδυσης. Αν και οι υπολογιστές κατάδυσης γίνονται όλο και περισσότερο αξιόπιστοι, εντούτοις, όπως και τα αναλογικά όργανα δεν υποκαθιστούν την πραγματική κατάσταση της φυσιολογίας ενός δύτη, για αυτό θα πρέπει να είναι κανείς πάντα προσεκτικός και να εκτιμά διαρκώς τα όρια των δυνατοτήτων του.
[Επεξεργασία] Η φυσιολογία της αναπνοής
Για αποκτήσει κανείς μια βασική κατανόηση της καταδυτικής φυσιολογίας χρειάζεται να γνωρίζει ορισμένα βασικά πράγματα για το κυκλοφορικό και αναπνευστικό σύστημα. Το κυκλοφορικό και το αναπνευστικό είναι δύο αλληλένδετα συστήματα που συνεργάζονται και προσφέρουν στο σώμα μας τον αέρα που χρειάζεται, όπως και τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία. Είναι μάλιστα τα δύο κύρια συστήματα που αντιδρούν στις συνθήκες του υποβρύχιου περιβάλλοντος.
Το κυκλοφορικό σύστημα μεταφέρει οξυγόνο από το αναπνευστικό σύστημα και θρεπτικά στοιχεία από το πεπτικό σύστημα στους ιστούς του σώματος, ενώ παράλληλα βοηθά τον οργανισμό να αποβάλλει το διοξείδιο του άνθρακος και τα άχρηστα στοιχεία. Αν και όλες οι παραπάνω λειτουργίες είναι ουσιαστικές για τη συντήρηση του οργανισμού, εκείνη που παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η ανταλλαγή αερίων μέσω του αναπνευστικού συστήματος.
Όλα τα ζωντανά κύτταρα του ανθρώπινου σώματος χρησιμοποιούν οξυγόνο για να μεταβολίσουν τα θρεπτικά στοιχεία που συμμετέχουν στη συντήρηση του οργανισμού στη ζωή. Εντούτοις, ορισμένοι ιστοί μπορούν να επιβιώσουν χωρίς οξυγόνο ακόμη και για αρκετές ώρες. Κάποιοι άλλοι, όμως, πεθαίνουν πολύ σύντομα. Ιδιαίτερα ο εγκέφαλος και το νευρικό σύστημα απαιτούν υψηλή και διαρκή παροχή οξυγόνου. Μόνον οι νευρικοί ιστοί καταναλώνουν περίπου το 1/5 του οξυγόνου που μεταφέρει το κυκλοφορικό σύστημα μέσω του αίματος.
Προκειμένου τώρα να μεταφέρει το οξυγόνο το αίμα διαθέτει μια πρωτεΐνη στα ερυθρά αιμοσφαίρια που ονομάζεται αιμοσφαιρίνη. Εκείνο που πρέπει να προσέξει κανείς εδώ είναι το γεγονός ότι η αιμοσφαιρίνη δεσμεύει το μονοξείδιο του άνθρακος περίπου 200 φορές περισσότερο από ό,τι το οξυγόνο και χρειάζεται περίπου 8-12 ώρες για να το αποβάλλει. Τώρα, το αναπνευστικό σύστημα λειτουργεί σε συνδυασμό με το κυκλοφορικό, προκειμένου να δημιουργήσει στην αιμοσφαιρίνη το κατάλληλο περιβάλλον, έτσι ώστε να γίνει η ανταλλαγή των αερίων.
Η αναπνοή ξεκινά όταν το σώμα μας ανιχνεύει αύξηση του διοξειδίου του άνθρακος και μείωση του οξυγόνου στο αίμα. Τότε συγκεκριμένα κέντρα στον εγκέφαλο παρέχουν ανακλαστικά την εντολή για αναπνοή. Είναι, λοιπόν, η παρουσία και το επίπεδο διοξειδίου του άνθρακος στο αίμα που ελέγχει την αναπνοή και όχι το οξυγόνο. Μόλις δοθεί η εντολή, ενεργοποιείται το διάφραγμα, ένας μεγάλος μυς, ο οποίος αλλάξει τον όγκο των πνευμόνων και προκαλείται εισροή αέρα. Ο αέρας περνά από την ρινική ή και τη στοματική κοιλότητα μέσω της επιγλωττίδας στον λάρυγγα, στην τραχεία, στους βρόγχους, στους πνεύμονες, οι οποίοι μοιάζουν μάλλον με σπόγγους παρά με μπαλόνια, όπως τους φανταζόμαστε συνήθως. Μέσα στους πνεύμονες οι βρόγχοι διακλαδώνονται σε μικρότερους αεραγωγούς που ονομάζονται βρογχίολοι. Οι βρογχίολοι καταλήγουν στις κυψελίδες, μικρούς αεροθάλαμους που περιβάλλονται από πνευμονικά αρτηρίδια. Εκεί γίνεται η ανταλλαγή των αερίων μέσω του αίματος. Όσον αφορά τώρα στη διαδικασία της ανταλλαγής, το αναπνευστικό και το κυκλοφορικό σύστημα καταναλώνουν μόνο το 10% του οξυγόνου που εισπνέεται κατά την αναπνοή. Τούτο εξηγεί γιατί λειτουργεί η αναπνευστική αναζωογόνηση στόμα με στόμα. Ο αέρας που εκπνέουμε περιέχει ακόμη το 90% του οξυγόνου που εισπνεύσαμε, επαρκές δηλαδή για τη διαδικασία της ανάνηψης.
Είναι προφανές, από όσα προαναφέρθηκαν, πως η οποιαδήποτε διαταραχή -πέραν των επιτρεπτών ορίων- της διαδικασίας της αναπνοής είναι επιβλαβής για τον οργανισμό και τη διατήρηση της ζωής. Επίσης, είναι εύκολο να συμβεί αυτή η διαταραχή κατά την καταδυτική δραστηριότητα, αν δεν τηρούνται σχολαστικά οι κανόνες της αργής και βαθιάς αναπνοής, του ελέγχου του αέρα, της καλής συντήρησης της φιάλης και της περιοδικής ιατρικής παρακολούθησης, ιδιαίτερα για όσους ζουν στο μολυσμένο περιβάλλον της πόλης. Αν δεν τηρούνται οι παραπάνω κανόνες, είναι δυνατόν να προκύψουν επί μέρους προβλήματα, σε ό,τι αφορά τη φυσιολογία της αναπνοής όπως:
α. Υπερκαπνία.Η υπερκαπνία ή υπερβολή αύξηση του διοξειδίου του άνθρακος αναπτύσσεται κυρίως όταν ο δύτης δεν αναπνέει αργά και βαθιά, ή ο αέρας της φιάλης του είναι μολυσμένος με υψηλά ποσοστά διοξειδίου από κακό γέμισμα. Τα επίπεδα του διοξειδίου στον κυψελιδικό χώρο και τη ροή του αίματος αυξάνονται, προκαλώντας πονοκέφαλο, σύγχυση, και αυξημένο ρυθμό αναπνοής (λαχάνιασμα). Η ανεξέλεγκτη αύξηση του διοξειδίου του άνθρακος είναι δυνατόν να οδηγήσει σταδιακά σε απώλεια των αισθήσεων.
Ο αέρας που αναπνέεται υπό πίεση ενδέχεται να είναι μολυσμένος είτε εξαιτίας κακής λειτουργίας του αεροσυμπιεστή, είτε εξαιτίας εισροής δηλητηριωδών αερίων -αν γεμίζετε κοντά σε εξατμίσεις- είτε εξαιτίας κακής συντήρησης της φιάλης σας. Γενικά ο μολυσμένος αέρας μυρίζει άσχημα, μπορεί όμως να είναι και άγευστος και άοσμος, π.χ. μόλυνση μονοξειδίου του άνθρακος (CO).
Ο δύτης που αναπνέει μολυσμένο αέρα νιώθει πονοκέφαλο, ναυτία, ζαλάδα και μπορεί να φθάσει ακόμη και στην αναισθησία. Επίσης, νιώθει ταχυκαρδία σε περιπτώσεις κατακράτησης διοξειδίου του άνθρακος ή υφίσταται κυάνωση στα χείλη, τις μεμβράνες και τη στοματική κοιλότητα σε περιπτώσεις δηλητηρίασης μονοξειδίου. Στις ελαφρές περιπτώσεις δηλητηρίασης ο πάσχων χρειάζεται να αναπνεύσει καθαρό αέρα για 6 ώρες περίπου, χωρίς εργασία ή κάποια ιδιαίτερη σωματική προσπάθεια ή κάπνισμα. Σε σοβαρές περιmώσεις είναι απαραίτητη η χορήγηση καθαρού οξυγόνου και η μεταφορά του σε θάλαμο αποπίεσης για θεραπεία με υπερβαρικό οξυγόνο.
Οι γενικοί κανόνες ασφαλείας στην προκειμένη περίπτωση είναι να διακόπτεται η κατάδυση αν ο αέρας μυρίζει άσχημα ή έχει άσχημη γεύση. Επίσης, αν νιώσει ο αυτοδύτης πονοκέφαλο κατά τη διάρκεια της κατάδυσης οφείλει να αναδυθεί προκειμένου να εισπνεύσει καθαρό αέρα. Τέλος, δεν μένει κοντά σε εξατμίσεις ούτε εισπνέει μολυσμένο αέρα πριν επιχειρήσει την κατάδυσή του.
β. Υποκαπνία. Η υποκαπνία ή ανεπαρκής ποσότητα διοξειδίου του άνθρακος ακολουθεί είτε το συνειδητό υπεραερισμό των ελεύθερων δυτών ή τον ασυνείδητο υπεραερισμό εξαιτίας κάποιου φόβου ή έντασης. Το αρχικό σύμπτωμα της υποκαπνίας είναι ελαφριά ζάλη που μπορεί να οδηγήσει σε λιποθυμία. Η υποκαπνία που συνοδεύεται από κράτημα της αναποής μπορεί να οδηγήσει τον ελεύθερο δύτη σε ξαφνική απώλεια των αισθήσεων κατά την ανάδυσή του και μάλιστα σε ρηχά νερά.
Με το συνειδητό υπεραερισμό ο ελεύθερος δύτης μειώνει δραστικά το διοξείδιο του άνθρακος στο αναπνευστικό και το κυκλοφορικό του σύστημα. Έτσι το διοξείδιο του άνθρακος δεν είναι δυνατόν να συσσωρευτεί σε ικανοποιητικό επίπεδο ώστε να διεγείρει την αναπνοή, πριν καταναλώσουν οι ιστοί το διαθέσιμο οξυγόνο. Προκαλείται, λοιπόν, υποξία, ή κατάσταση ανεπαρκούς οξυγόνωσης, η οποία καταστρέφει γοργά τους ιστούς, ιδιαίτερα εκείνους του νευρικού συστήματος. Όσο ο δύτης είναι σε κατάδυση το οξυγόνο διαθέτει αρκετά αυξημένη μερική πίεση στις κυψελίδες, έτσι ώστε να περνά στην αιμοσφαιρίνη και να εφοδιάζει τους ιστούς. 'Οταν αναδύεται, όμως, η μερική πίεση του οξυγόνου πέφτει και ξαφνικά οι ιστοί στερούνται του οξυγόνου. Ακολουθεί η υποξία και η ξαφνική λιποθυμία, η οποία βέβαια σε περίπτωση μη παροχής βοήθειας καταλήγει σε ανοξαιμία ή πνιγμό.
[Επεξεργασία] Η φυσιολογία του υπερβαρικού περιβάλλοντος
Ως υπερβαρικό περιβάλλον ορίζουμε εκείνο το περιβάλλον υγρό ή ξηρό (θάλαμος αποσυμπίεσης) στο οποίο η πίεση περιβάλλοντος είναι μεγαλύτερη της 1 ΑΤΑ (εργαστηριακή μονάδα πίεσης). Η φυσιολογία του αυτοδύτη σε υπερβαρικό περιβάλλον εξετάζεται τόσο από την άποψη της αλλαγής του όγκου των αερίων που κυκλοφορούν στο ανθρώπινο σώμα, ιδιαίτερα κατά τη φάση της ανάδυσης, όσο και από την άποψη της επίδρασης των αερίων υπό πίεση στο ανθρώπινο σώμα. Τα συνηθέστερα προβλήματα που μπορούν εν δυνάμει να προκαλέσουν οι εναλλαγές της πίεσης είναι:
α. Δηλητηρίαση οξυγόνου. Ίσως φαίνεται παράξενο, αλλά και το οξυγόνο μπορεί να είναι τοξικό σε υπερβαρικό περιβάλλον. Δρα δηλαδή σαν δηλητήριο, όταν εισπνέεται με μεγάλη μερική πίεση. Στην πραγματικότητα, όταν η μερική πίεση του οξυγόνου υπερβεί τις 0,6 ΑΤΜ (φυσική μονάδα πίεσης) είναι πιθανή η εκδήλωση βλαβών στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Αν η μερική πίεση υπερβεί τις 1,5 ΑΤΜ, ή πιθανότητα αυτή φθάνει το 90%. Τα συμπτώματα της οξείας μορφής δηλητηρίασης οξυγόνου ποικίλλουν από μούδιασμα και συσπάσεις στα χείλια και σε άλλους μυώνες του προσώπου, ίλιγγο, ναυτία, ασυνήθιστο αίσθημα κόπωσης, διαταραχές της αναπνοής, ευφορία και αίσθημα μέθης, διαταραχές της όρασης και απώλεια της συνείδησης έως γενικευμένους σπασμούς, όμοιους με εκείνους της επιληπτικής κρίσης.
β. Νάρκωση αζώτου. Ως νάρκωση αζώτου ορίζουμε την προοδευτική εμφάνιση συμπτωμάτων μέθης ή νάρκωσης κατά την έκθεση του δύτη σε υπερβαρικό περιβάλλον. Το άζωτο σε μεγάλη μερική πίεση δρα όπως τα αναισθητικά αέρια κατά τη γενική νάρκωση που παρέχεται για ιατρικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τις σύγχρονες απόψεις, η αύξηση του όγκου της μεμβράνης των νευρικών κυττάρων λόγω απορρόφησης αζώτου προκαλεί διαταραχές στη νευροδιαβίβαση με αποτέλεσμα τη νάρκωση. Η χρήση οινοπνεύματος πριν από την κατάδυση μειώνει το βάθος εμφάνισης των συμπτωμάτων και έχει αθροιστικό αποτέλεσμα στις επιδράσεις του αζώτου. Οι εκδηλώσεις της νάρκωσης ποικίλουν ανάλογα με το βάθος και την ευαισθησία του δύτη. Οι συχνές καταδύσεις αυξάνουν την αντοχή του οργανισμού στην επίδραση του αζώτου και τα συμπτώματα της νάρκωσης δεν εμφανίζονται σχεδόν ποτέ σε πίεση μικρότερη από 3,5 ΑΤΜ.
γ. Βαροτραύματα αεροφόρων χώρων. Ως βαροτραύμα γενικώς ορίζεται εκείνη η παθογόνος εκείνη κατάσταση που προκύπτει από την έκθεση μιας περιοχής του ανθρώπινου σώματος σε δυσβαρικό πεδίο, δηλαδή πεδίο με ανομοιόμορφη κατανομή της πίεσης.Οι φυσικοί αεροφόροι χώροι που επηρεάζονται εμφανέστερα από την αυξανόμενη πίεση βρίσκονται στα αυτιά και τους παραρρίνειους κόλπους. Ο τεχνητός αεροφόρος χώρος που επηρεάζεται από την αυξανόμενη πίεση είναι εκείνος που δημιουργείται από τη μάσκα. Κατά την κατάδυση, η υδροστατική πίεση αυξάνει και ωθεί τους αεροφόρους χώρους. Αν δε διατηρείται εξισωμένη ως προς την εξωτερική, η πίεση των αεροφόρων χώρων προκαλεί δυσφορία και πόνο, αν την αγνοήσουμε και συνεχίσουμε να κατεβαίνουμε. Αυτή η αίσθηση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μια σύνθλιψη του αεροφόρου χώρου ή βαροτραύμα.
Το βαροτραύμα είναι πιθανό σε αρκετά σημεία, τα αυτιά, τις παραρρινικές κοιλότητες τα δόντια, τους πνεύμονες και τη μάσκα. Ευτυχώς οι δύτες μπορούν να αποφύγουν εύκολα τη σύνθλιψη. Για να αποφύγουμε τη δυσφορία, η πίεση σε έναν αεροφόρο χώρο πρέπει να είναι πάντα ίση με την εξωτερικά ασκούμενη πίεση του περιβάλλοντος. Τούτο κατορθώνεται με την πρόσθεση αέρα στους αεροφόρους χώρους, πριν νιώσουμε δυσφορία, μια πράξη που αποκαλείται εξίσωση. Το συνάχι (είτε εξαιτίας κρυολογήματος ή αλλεργίας) είναι δυνατόν να κλείσει τους αεραγωγούς, κάνοντας την εξίσωση δύσκολη ή αδύνατη. Σε αυτή την περίπτωση δε συμβουλεύεται η χρήση αποσυμφορητικών, καθώς η φαρμακευτική αγωγή που ακολουθείται έχει συχνά ανεπιθύμητες παρενέργειες κατά την κατάδυση. Επίσης, ανεπιθύμητες είναι οι σφιχτές κουκούλες, οι οποίες μπορούν επίσης να εμποδίσουν την εξίσωση και απαγορεύονται αυστηρώς οι ωτοασπίδες.
δ. Πνευμονικά Βαροτραύματα.
1. Σύνθλιψη. Η σύνθλιψη προκύπτει εξαιτίας της μεγάλης εξωτερικής πίεσης κατά την κατάδυση, ιδιαίτερα αν η φάση της καθόδου γίνεται με εκπνοή ή με λίγο αέρα στους πνεύμονες. Τα συμπτώματα της σύνθλιψης είναι η αιμόπτυση σε ελαφριές περιπτώσεις και η οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια σε σοβαρότερες περιπτώσεις.
2. Υπερδιάταση πνευμόνων. Είναι βαροτραύμα που προκαλείται κατά την ανάδυση και προϋποθέτει αναπνοή αέρος υπό πίεση. Αν ο αυτοδύτης κρατήσει την αναπνοή του κατά την ανάδυση ή παγιδευτεί αέρας στους πνεύμονες για κάποιον άλλο λόγο (κρύωμα, φλεγμονή του αναπνευστικού), τότε με τη μείωση της περιβάλλουσας πίεσης η διόγκωση του αέρα προκαλεί υπερδιάταση των πνευμόνων. Ένα ποσοστό των βρογχιόλων συνθλίβεται, τα πνευμονικά αρτηρίδια και οι κυψελίδες τραυματίζονται και το αίμα αναμιγνύεται με τον αέρα στους πνεύμονες, γεγονός που εξηγεί και την αιμόπτυση ως σύμπτωμα. Ανάλογα τώρα με την κατεύθυνση που θα πάρει ο διαστελόμενος αέρας, έχουμε 4α είδη υπερδιάτασης πνευμόνων:
Εμβολή Αέρα. Είναι η σοβαρότερη περίπτωση υπερδιάτασης, καθώς ο αέρας εισέρχεται στη ροή του αίματος, μέσω των τραυματισμένων κυψελίδων και των πνευμονικών αρτηριδίων. Αν μάλιστα ο αέρας περάσει στο αρτηριακό σύστημα, τότε οι φυσαλίδες είναι δυνατόν να σταματήσουν σε οποιοδήποτε σημείο, διακόπτοντας τη ροή του αίματος. Αν η διακοπή συμβεί στις αρτηρίες που οδηγούν το αίμα στον εγκέφαλο, τότε έχουμε εγκεφαλική εμβολή αέρα. Οι εγκεφαλικοί ιστοί παύουν να οξυγονώνονται και προκαλείται εγκεφαλικό επεισόδιο. Τα συμπτώματα σε μια τέτοια περίπτωση περιλαμβάνουν ζαλάδα, πόνο στο στήθος, σύγχυση, σοκ, αλλαγή προσωπικότητας, παράλυση, απώλεια συνείδησης, λιποθυμία, θάνατο. Όπως είπαμε και προηγούμενα, τα αποτελέσματα της εμβολής αέρα έρχονται πολύ γρήγορα και απαιτούν άμεση παροχή βοηθείας σε θάλαμο αποσυμπίεσης.
Πνευμοθώρακας. Ο πνεύμονας κατά την υπερδιάταση είναι δυνατόν να τραυματιστεί στην επιφάνειά του. Έτσι ο αέρας θα διαφύγει προς την πλευρική κοιλότητα και αυτόματα ο πνεύμονας θα συνθλιβεί. Ο διαστελόμενος αέρας που παγιδεύεται στην πλευρική κοιλότητα ωθεί διαρκώς τον πνεύμονα και προκαλεί οξύ πόνο. Ο πνευμοθώρακας είναι δυνατόν να συμβεί αυτόματα εξαιτίας κάποιας πάθησης. Αν και είναι ασυνήθιστη περίπτωση, εντούτοις μπορεί να συμβεί απροειδοποίητα. Αν μάλιστα συμβεί κατά τη διάρκεια της κατάδυσης είναι σοβαρότερης μορφής, καθώς ο πόνος που προκαλεί οξύνεται αφόρητα κατά τη διαδικασία της ανάδυσης.
Μεσοθωράκιο Εμφύσημα. Κατά το Μεσοθωράκιο Εμφύσημα ο αέρας από τον τραυματισμένο πνεύμονα διαφεύγει προς το κέντρο του στήθους, στο μεσοθωράκιο ασκώντας πίεση στην καρδιά και τα μεγαλύτερα αιμοφόρα αγγεία. Τα συμπτώματά του είναι η λιποθυμία και η αναπνευστική ανεπάρκεια.
Υποδόριο Εμφύσημα. Το Υποδόριο Εμφύσημα συμβαίνει συνήθως μαζί με το Μεσοθωράκιο, καθώς ο αέρας από το Μεσοθωράκιο αναζητά διέξοδο μέσω των μαλακών ιστών της βάσης του λαιμού. Σε αυτή την περίπτωση αισθάνεται κανείς μια διόγκωση στο λαιμό και αλλάζει η φωνή του. Επίσης, αν ψηλαφηθεί το δέρμα σε αυτό το σημείο, παράγεται ένας χαρακτηριστικός τριγμός.
ε. Νόσος των δυτών. Σαν νόσο των δυτών ορίζουμε εκείνη την παθολογική κατάσταση που έρχεται σαν αποτέλεσμα παραμονής του δύτη σε υπερβαρικό περιβάλλον με πίεση πάνω από 2 ΑΤΜ και για χρονικό διάστημα αρκετό, ώστε το διαλυμένο στους ιστούς άζωτο να σχηματίζει κατά την ανάδυση φυσαλίδες, των οποίων το πλήθος και το μέγεθος δεν επιτρέπει την ομαλή απομάκρυνση μέσω του αναπνευστικού συστήματος. Οι φυσαλίδες αζώτου, που είναι το παθογόνο αίτιο και παράγονται σύμφωνα με το νόμο του Χένρι, σε βαριές περιπτώσεις ανιχνεύονται σχεδόν παντού. Ως βασικός παθολογικός μηχανισμός θεωρείται η απόφραξη της ροής του αίματος στα αρτηρίδια και τα φλεβίδια, που προκαλείται με 'ενεργοποίηση διάφορων μηχανισμών απόφραξης (π.χ πήξη του αίματος) από τις φυσαλίδες αζώτου.
Τα συμπτώματα της νόσου ποικίλουν, αν και κάθε ενόχλημα που ακολουθεί την έκθεσή μας σε αυξημένη πίεση, όσο ασαφές και ασυνήθιστο να είναι, πρέπει να θεωρείται νόσος των δυτών, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Τα συμπτώματα διακρίνονται σε ελαφρά και βαριά. Στα ελαφρά συμπτώματα συγκαταλέγονται ο πόνος στις αρθρώσεις (κυρίως των άκρων) εκδηλώσεις του λεμφικού συστήματος (διόγκωση λεμφαδένων) και δερματικές εκδηλώσεις (κνησμός, ερυθρήματα). Βαρύτερα συμπτώματα της Νόσου των Δυτών είναι τα παρακάτω:
1. Πνευμονική Νόσος (Πόνος πίσω από το στέρνο, Βήχας, Δύσπνοια και Αναπνευστική δυσχέρεια)
2. Νευρολογική μορφή της Νόσου. (Προσβολή του εγκεφάλου, Προσβολή του νωτιαίου μυελού) και ως εκ τούτου πονοκέφαλοι ημικρανιακού τύπου στη μία περίπτωση και διαταραχές της όρασης, ενώ στην άλλη παράλυση των κάτω άκρων. Συνοδεύεται συνήθως από ακράτεια ούρων και κοπράνων.
3. Νόσος του έσω ωτός. Σπάνια εκδήλωση που συνοδεύεται από βουητό στα αυτιά, μείωση της ακοής, ίλιγγο, ναυτία και δυσκολία συντονισμού των κινήσεων.
4. Σοκ. Είναι η βαρύτερη εκδήλωση της Νόσου και συνοδεύει συνήθως την πνευμονική προσβολή. Εκδηλώνεται με απώλεια της συνείδησης, χαμηλή αρτηριακή πίεση, χαμηλή καρδιακή παροχή και συνήθως οδηγεί στο θάνατο, ιδίως αν εκδηλωθεί πρώϊμα. Πόνος στην οσφυική χώρα, την κοιλιά και το στήθος υποδηλώνει κατά κανόνα βαρειά μορφή της Νόσου, σε αντίθεση με τον πόνο στα άκρα. Μια άλλη εκδήλωση σοβαρής μορφής νόσου είναι η έντονη σωματική κόπωση, δυσανάλογη προς τις συνθήκες της κατάδυσης. Σε οποιαδήποτε περίπτωση υπάρχουν συμπτώματα νόσου χρειάζεται άμεση μεταφορά σε θάλαμο αποσυμπίεσης το συντομότερο δυνατόν για θεραπεία από ειδικευμένο προσωπικό και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η επανακατάδυση για θεραπεία εκδηλωμένης Νόσου ή υποψίας Νόσου.
Υπάρχουν παράγοντες που ευνοούν την εκδήλωση της Νόσου και θα μπορούσαμε συνοπτικά να τους απαριθμήσουμε ως:
1. Αυξημένη σωματική δραστηριότητα κατά την κατάδυση. 2. Αυξημένη δραστηριότητα κατά την αποπίεση. 3. Πρόσφατες ορθοπεδικές κακώσεις ή τραύματα. 4. Χαμηλή θερμοκρασία περιβάλλοντος. 5. Παχυσαρκία. 6. Ελαπωμένη πυκνότητα οξυγόνου στον εισπνεόμενο αέρα. 7. Η μεγάλη ηλικία. 8. Η αφυδάτωση. 9. Η λήψη οινοπνεύματος πριν και μετά την κατάδυση.
Τα συμπτώματα της Νόσου είναι δυνατόν να εμφανιστούν μέσα σε 15 λεπτά έως 12 ώρες μετά την κατάδυση. Μετά την πάροδο βέβαια του χρόνου οι πιθανότητες να εκδηλωθεί Νόσος μειώνεται. Με βάση επίσημα στατιστικά στοιχεία το 50% των περιπτώσεων εμφανίζεται σε 30 λεπτά. Το 85% εμφανίζεται σε 1 ώρα, το 35% σε 3 ώρες, ενώ το 1 % σε 6 ώρες. Φυσικά το ποσοστό μειώνεται δραστικά, κάτω του 1 % για το χρονικό διάστημα από 6-12 ώρες.
[Επεξεργασία] Καταδυτικοί πίνακες
To 1878 o Γάλλος Πολ Μπερτ (Paul Bert) δημοσιεύει το La Pression Barometrique, ένα έργο 1000 σελίδων που περιέχει τις φυσιολογικές μελέτες του για τις αλλαγές της πίεσης. Αποδεικνύει ότι ο νόσος εξ αποσυμπίεσης οφείλεται στο σχηματισμό φυσαλίδων αζώτου και προτείνει σταδιακή ανάδυση έτσι ώστε να προλαμβάνεται το πρόβλημα και η εκδήλωση συμπτωματολογίας. Αναφέρει, επίσης, ότι για την ανακούφιση του πόνου χρειάζεται επανασυμπίεση> Το σημαντικότερο είναι, όμως, ότι ο Μπερτ παρέχει τον αναγκαίο σύνδεσμο ανάμεσα στην παρατήρηση της νόσου εξ αποσυμπίεσης του Μπόιλ σε μια έχιδνα κατά τον 17ο αι. και τα συμπτώματα που παρατηρήθηκαν σε εργάτες ορυχείων και κατασκευής γεφυρών κατά τον 19ο αιώνα.
Αργότερα κατά το 1908 η Βρετανική κυβέρνηση ζητά από τον διάσημο Σκώτο φυσιολόγο Χαλντέιν (John Scott Haldane), να διεξάγει έρευνα για την πρόληψη της Νόσου. Δύο χρόνια αργότερα ο Χαλντέιν, ο Μπόικοτ (Arthur E. Boycott) και ο Ντάμαντ (Guybon C. Damant), εκδίδουν μια μελέτη ορόσημο για την νόσο εξ αποσυμπίεσης, βασισμένα σε πειράματά τους πάνω σε κατσίκες. Το «Πρόληψη της Ασθένειας του Συμπιεσμένου Αέρα» γίνεται το θεμέλιο για τις περαιτέρω μελέτες του φαινομένου. Σύντομα εκδίδονται καταδυτικοί πίνακες βασισμένοι στη συγκεκριμένη μελέτη από το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό. Το (1912) Αμερικανικό Ναυτικό δοκιμάζει και εν τέλει εφαρμόζει πίνακες που δημοσιεύονται από από τους Μπόικοτ, Ντάμαντ και Χαλντέιν και πολλοί δύτες γλυτώνουν από την ασθένεια.
Για την πρόληψη της Νόσου των δυτών οι αυτοδύτες χρειάζεται να γνωρίζουν τη χρήση των "καταδυτικών πινάκων". Μετά από κάθε κατάδυση οι ιστοί του σώματος του αυτοδύτη περιέχουν υπερβάλλουσα ποσότητα ασυμπτωματικών φυσαλλίδων αζώτου, η οποία δεν αναπτύσσει παθολογικές εκδηλώσεις της Νόσου. Οι καταδυτικοί πίνακες μας βοηθούν να υπολογίσουμε το πλεονάζον άζωτο στους διαφορετικούς ιστούς του οργανισμού μας και να καθορίσουμε όρια ασφάλειας όσον αφορά το μέγιστο βάθος και χρόνο παραμονής μας στο βυθό κατά τη διάρκεια μιας κατάδυσης. Τα πολλά και διαφορετικά πρότυπα καταδυτικών πινάκων αναπτύσσονται με βάση μαθηματικούς υπολογισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις διαφορετικές ταχύτητες απορρόφησης του αζώτου από τους διαφορετικής πυκνότητας ιστούς. Ουσιαστικά, λοιπόν, είναι μαθηματικά μοντέλα, τα οποία δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της υποκειμενικής φυσιολογίας του κάθε ξεχωριστού ατόμου. Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί πίνακες, (Bulman, Padi, TDI κ.α.) οι οποίοι είναι δυνατόν να κατασκευαστούν με βάση υπολογισμούς που προκύπτουν από αργούς ή γρήγορους ιστούς -δηλαδή ιστούς που αποβάλλουν αργά ή γρήγορα τα άζωτο- και να μας βοηθήσουν σε διαφορετικού είδους καταδύσεις (επαναληπτικές καταδύσεις με μικρό μεσοδιάστημα επιφανείας).
[Επεξεργασία] Προτεινόμενη βιβλιογραφία
- Παπαγρηγοράκης Μ., Ο Υποβρύχιος Άνθρωπoς, Χριστάκης, (Αθήνα 2002)
- Ζαχαριάδης Β., Π. Κωτιλέας Π, Παπασταύρου Θ., Αναστασιάδης Ν., Στοιχεία Καταδυτικής Φυσιολογίας, Εκπ. Εγχειρίδιο ΕΟΥΔΑΑΤΚ.
- PADI Encyclopedia of Recreational Diving