Φαινομενολογία
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φαινομενολογία είναι το φιλοσοφικό ρεύμα το οποίο, με σημείο εκκίνησης την εμπειρία των φαινομένων (αυτό που αποτυπώνεται ως συνειδητή εμπειρία), επιχειρεί να εξαγάγει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της εμπειρικής διαδικασίας και την οντότητα των εμπειριών μας. Έλκει την καταγωγή του απο την Σχολή του Μπρεντανό, και το έργο του φιλόσοφου του 20ου αιώνα Edmund Husserl (Χουσέρλ). H φαινομενολογική σκέψη έπαιξε καθοριστική σημασία στην ανάπτυξη του Υπαρξισμού στη Γαλλία και τη Γερμανία, όπως είναι φανερό στο έργο του Jean Paul Sartre, του Maurice Merleau-Ponty και του Martin Heidegger.
[Επεξεργασία] Ιστορική αναδρομή στον όρο 'Φαινομενολογία'
Παρόλο που ο όρος φαινομενολογία είχε χρησιμοποιηθεί σε πολλές περιπτώσεις πρίν απο τον Edmund Husserl, σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως με αναφορά στο έργο του.
- Christoph Friedrich Oetinger στη μελέτη του "θεϊκού συστήματος σχέσεων"
- Johann Heinrich Lambert (μαθηματικός, φυσικός και φιλόσοφος) για τη θεωρία των φαινομένων στα οποία βασίζεται η εμπειρική γνώση.
- Immanuel Kant για τον ίδιο σκοπό.
- Hegel στη Phaenomenologie des Geistes.
- Edmund Husserl ο οποίος την επαναπροσδιόρισε ως ενα είδος περιγραφικής ψυχολογίας και αργότερα ώς επιστημονολογικό, θεμελιωτικό γνωσιακό οντολογικό κλάδο.
- Carl Stumpf ο οποίος τη χρησιμοποιεί για να αναφερθεί σε μια οντολογία με αισθητηριακό περιεχόμενο.
Μετέπειτα χρήση του όρου αναφέρεται στον ορισμό του Χουσέρλ.
[Επεξεργασία] Ο Χουσέρλ και η καταγωγή της Φαινομενολογίας
Ο Χουσέρλ εξήγαγε πολλές σημαντικές αρχές που έχουν κεντρικό ρόλο στη φαινομενολογία απο το έργο και τις διαλέξεις των δασκάλων του, φιλοσόφων και ψυχολόγων Franz Brentano και Carl Stumpf. Ισως το πιό σημαντικό στοιχείο που ο Χουσέρλ υιοθέτησε απο τον Brentano είναι η πρόθεση, η ιδέα οτι το βασικό χαρακτηριστικό της συνείδησης είναι ότι έχει πάντα πρόθεση. Αν και συχνά η ιδέα αυτή απλοποιείται σα 'σκοπιμότητα', ή στη σχέση μεταξύ διανοητικών πράξεων και εξωτερικού κόσμου, ο Μπρεντανό την όρισε σαν το κύριο χαρακτηριστικό των διανοητικών φαινομένων. Κάθε διανοητικό φαινόμενο, κάθε ψυχολογική πράξη έχει ένα περιεχόμενο, και κατευθύνεται σε ένα αντικείμενο (το αντικείμενο της πρόθεσης). Κάθε πίστη, επιθυμία κλπ., έχει ένα αντικείμενο περί του οποίου αναφέρεται, την πεποίθηση, το επιθυμητό. Η ιδιότητα του έχοντος πρόθεση, του να έχει ένα αντικείμενο της πρόθεσης, είναι καθοριστική για τη διάκριση των φυσικών φαινομένων από τα ψυχικά φαινόμενα, επειδή τα φυσικά φαινόμενα δεν έχουν καμία πρόθεση.
Μερικά χρόνια μετά την δημοσίευση του πιο σημαντικού του έργου, Λογικές Διερευνήσεις (Logische Untersuchungen, πρώτη έκδοση 1900-1901), ο Χουσέρλ έκανε μερικές σημαντικές ανακαλύψεις που τον οδήγησαν στη διάκριση μεταξύ της πράξης της συνείδησης (νόηση) και τα φαινόμενα στα οποία κατευθύνεται (νοήματα). Οντολογική γνώση θα ήταν δυνατή μόνο αν ανασταλθούν όλες οι υποθέσεις για την ύπαρξη εξωτερικού κόσμου. Τη διαδικασία αυτή την ονόμασε epoché.
Ο Χουσέρλ, αργότερα επικεντρώθηκε στις ιδανικές, θεμελιώδεις δομές της συνείδησης. Καθώς ήθελε να αποκλείσει κάθε υπόθεση για την ύπαρξη εξωτερικών αντικειμένων, εισήγαγε τη μέθοδο της φαινομενολογικής αναγωγής για να τις απαλείψει. Αυτό που απόμεινε είναι το καθαρό υπερβατικό ego, σε αντιπαράθεση με το συμπαγές εμπειρικό ego. Τώρα η υπερβατική φαινομενολογία είναι η μελέτη των βασικών δομών που απομένουν στην καθαρή συνείδηση: αυτό ισοδυναμεί με τη μελέτη των νοημάτων και των σχέσεων μεταξύ τους.
[Επεξεργασία] Η φαινομενολογία του Χαϊντέγγερ και οι διαφορές με αυτή του Χουσέρλ
Ενώ η πεποίθηση του Χουσέρλ ήταν ότι η φιλοσοφία είναι ένας επιστημονικός τομέας που πρέπει να θεμελιωθεί σε μια φαινομενολογία που γίνεται κατανοητή ως επιστημολογία, ο Χαϊντέγγερ άλλαξε ριζικά την άποψη αυτή. Σύμφωνα με τον Χαϊντέγγερ, η φιλοσοφία δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας επιστημονικός τομέας, αλλά πιο θεμελιώδης από την ίδια την επιστήμη. Συνακόλουθα, αντί να θεωρήσει την φαινομενολογία ως θεμελιωτική μελέτη, την θεώρησε μεταφυσική οντολογία: ‘η ύπαρξη είναι το σωστό και το μόνο θέμα της φιλοσοφίας’, έγραψε. Ενώ για τον Χουσέρλ στην epoché η ύπαρξη εμφανίστηκε μόνο σαν συσχετιστική της συνείδησης, για τον Χαϊντέγγερ η ύπαρξη είναι το αρχικό σημείο. Ενώ για τον Χουσέρλ πρέπει να αποστασιοποιηθούμε από κάθε συμπαγή καθορισμό του εμπειρικού ego, για να μπορούμε να κατευθυνθούμε στο πεδίο της καθαρής συνείδησης, ο Χαιντέγγερ υποστηρίζει ότι ‘οι πιθανότητες και ο προορισμός της φιλοσοφίας είναι δεμένα στενά με την ανθρώπινη ύπαρξη, και ως εκ τουτου, με την προσωρινότητα και την ιστορικότητα.