Ραδιενέργεια
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Με τον γενικό όρο Ραδιενέργεια χαρακτηρίζεται το φαινόμενο της εκπομπής ακτίνων ή σωματιδίων υψηλής ενέργειας από ορισμένα χημικά στοιχεία, που και γι΄ αυτό το λόγο ονομάζονται ραδιενεργά.
Τα άτομα των ραδιενεργών στοιχείων φέρουν ασταθείς πυρήνες. Τούτο σημαίνει πως αυτά μπορούν να διασπασθούν αυθόρμητα, απελευθερώνοντας πυρηνική ακτινοβολία, που συνήθως λέγεται ακτινοβολία.
Η ακτινοβολία συνίσταται σε ακτίνες άλφα (ή ακτίνες α), βήτα (ή ακτίνες β) και γάμα (ή ακτίνες γ) που οι τελευταίες είναι και οι ποιό ισχυρές, αν και όλα τα είδη ακτινοβολίας μπορεί ν΄ αποδειχτούν επικίνδυνα.
Οι ακτινοβολίες αυτές δεν είναι τίποτε άλλο από ροή σωματιδίων άλφα και σωματιδίων βήτα. Όμως οι ακτίνες γάμα, αν και διαφέρουν, είναι ίδιας φύσης σχεδόν με τις ακτίνες Χ.
Ο πυρήνας του ατόμου του ραδιενεργού στοιχείου εκπέμποντας ακτίνες α ή β αλλάζει, οπότε ένα νέο άτομο κάποιου άλλου χημικού στοιχείου δημιουργείται. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται μεταστοιχείωση.
[Επεξεργασία] Ιστορία
Το φαινόμενο της Ραδιενέργειας παρατηρήθηκε για πρώτη φορά από τον γάλλο φυσικό Μπεκερέλ το 1896 όταν πρόσεξε πως το θειϊκό κάλιο-ουρανίλιο εκπέμπει συνεχώς ακτίνες που προσβάλει τη φωτογραφική πλάκα. Τις ίδιες ακτίνες που αρχικά ονομάσθηκαν "ακτίνες Μπεκερέλ" ή "ακτίνες ουρανίου" εκπέμπουν και άλλες ενώσεις του ουρανίου. Το φαινόμενο αυτό της αυθόρμητης εκπομπής ενέργειας χωρίς εξωτερικό αίτιο ήρθε και τάραξε τότε τις κρατούσες αντιλήψεις στη Φυσική διότι με το εν λόγω φαινόμενο καταρρίπτονταν το θεμελιώδες αξίωμα της διατήρησης της ενέργειας. Βραδύτερα όμως από τη συστηματική μελέτη του φαινομένου διαπιστώθηκε πως δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Το 1898 το ζεύγος Κιουρί (Πέτρος Κιουρί και Μαρία Σκλοντόφσκα) απομόνωσε το χημικό στοιχείο ράδιο που φέρει την ιδιότητα της ραδιενέργειας σε μεγαλύτερο βαθμό από το ουράνιο καθώς και άλλες ουσίες εκμεταλλευόμενοι την ιδιότητα των εκπεμπομένων ακτίνων να καθιστούν αγώγιμο τον αέρα. Έτσι δια μετρήσεως της ραδιενέργειας κατάφεραν να καταδείξουν πως ο πισουρανίτης και κάποια άλλα ορυκτά παρουσιάζουν περισσότερη ραδιενέργεια από το καθαρό μέταλλο ουράνιο που λαμβάνεται ως γνωστό μετά από κατεργασία αυτού του ορυκτού. Έτσι από αυτά ακριβώς τα απορρίμματα το ζεύγος Κιουρί κατάφερε να απομονώσει το στοιχείο πολώνιο, (όνομα που δόθηκε από τη Μαρία Κιουρί προς τιμή της πατρίδας της), και που χημικά συγγενεύει με το Βισμούθιο.
Στη συνέχεια το ζεύγος με τη συνεργασία του Μπεμόντ πέτυχε την απομόνωση μετά από συστηματικές ανακρυσταλλώσεις μιας δεύτερης ουσίας λίαν εντόνως ραδιενεργού του ραδίου, η οποία συγγενεύει προς το Βάριο και που απομονώθηκε υπό μορφή χλωριούχου και βρωμιούχου άλατος. Αργότερα ο Ντεμπιέρν απομόνωσε από τον πισουρανίτη και τρίτη ραδιενεργή ουσία που την ονόμασε ακτίνιο και που συγγενεύει με το Θόριο. Τις ακτινοβολίες εκ των ενώσεων του θορίου μελέτησε επισταμένα ο Βαρόνος Ερνέστος Ράδερφορντ.
Το 1902 οι Ράδερφορντ και Σόντυ αντελήφθησαν τελικά ότι η πηγή της εκπεμπόμενης ενέργειας είναι η μερική διάσπαση των ατόμων, κατά την οποία και εκσφενδονίζεται τεμάχιο του πυρήνα τους με μεγάλη ταχύτητα μεταστοιχειούμενο σε άλλο άτομο.
Σήμερα εκτός των ραδιενεργών ουσιών που απαντώνται στη Φύση, κατορθώθηκε και η τεχνητή παρασκευή ραδιενεργών στοιχείων με συνέπεια να διακρίνουμε τη ραδιενέργεια σε φυσική και σε τεχνητη.
[Επεξεργασία] Εφαρμογές
Η χρήση περιορισμένης δόσης ραδιενέργειας συντελεί στην έγκαιρη διάγνωση και αναχαίτηση ασθενειών, συντήρηση τροφίμων μέχρι και εντοπισμού αδύνατων σημείων σε σωλήνες παροχής.